- λιθοκέραμος
- ο και ηανθεκτική κέραμος κατασκευασμένη από πρόσμιξη αργίλου με υαλώδεις ουσίες.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Στέφ. Ξένο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιθ(ο)- — (AM λιθ[ο]) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσιαστικό λίθος και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει ως αντικείμενο τον λίθο (πρβλ. λιθοτόμος, λιθολόγος, λιθουλκός) ή γίνεται με λίθο (πρβλ. λιθόδμητος) … Dictionary of Greek